ἰσόκοιλος

English (LSJ)

ἰσόκοιλον, with equal cavities, αὐλός Plu.2.1021a, Theo Sm.p.60 H.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] gleich hohl, αὐλός Plut. de an. procr. e Tim. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
également creux.
Étymologie: ἴσος, κοῖλος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόκοιλος: одинаково полый на всем протяжении, ровно продолбленный (αὐλοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόκοιλος: -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου μέχρι τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α.

Greek Monolingual

ἰσόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότηταἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῖλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].