ἰσόπεδον

English (LSJ)

τό, level ground, a flat, Il.13.142, X.Cyr.3.1.5; φυλάττειν ἐπὶ τοῦ ἰσοπέδου ἑαυτήν Luc.Im.21.

German (Pape)

[Seite 1265] τό, gleiche Ebene, gleicher Boden; Il. 13, 142; Xen. Cyr. 3, 1, 5. 4, 1, 10; neutr. von

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπεδον: τό ровное место, равнина Hom., Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπεδον: τό, ἔδαφος ἐπίπεδον, εἷος ἵκηται ἰσόπεδον Ἰλ. Ν. 142, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 5· φυλάττειν ἐπὶ τοῦ ἰσοπέδου ἑαυτὴν Λουκ. Εἰκ. 21.

Greek Monotonic

ἰσόπεδον: τό, επίπεδο εδάφος, επίπεδη, ίση επιφάνεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

ἰσό-πεδον, ου, τό,
level ground, a flat, Il., Xen.