ἰσόπτερος

English (LSJ)

ἰσόπτερον, Glossaria on ἄπτερος, Sch.A.Ag.276:—also ἰσόπτεροι· ἰσότιμοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1266] flügelgleich, flügelschnell, so erkl. Schol. Aesch. Ag. 276 ἄπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπτερος: -ον, ἴσος πτερῷ, ἐλαφρός, ταχύς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 272.

Greek Monolingual

ἰσόπτερος, -ον (Α)
γρήγορος σαν φτερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό-πτερος, ορθό-πτερος].