ἄπτερος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἄπτερον,
A without wings, unwinged, Hom. only in Od., and always in phrase τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος the speech was to her without wings, remained unuttered, opp. ἔπεα πτερόεντα, 17.57; ἄπτερος φάτις unspoken rumour, A.Ag.278; ἄπτερα πωτήματα wingless flight, Id.Eu.250; ἄ δρόμος, of the Trojan horse, v.l. in Tryph.85.
2 ἄπτερα, opp. πτερωτά, without wings, of insects, Arist.HA523b17; ἄπτερον, τό, Id.PA642b33.
II unfeathered, of Harpies, A.Eu.51; ἄνθρωπος ζῷον ἄ. Pl.Def.415a; ὄρνις(i.e. the Chorus) E.IT1095(lyr.); of arrows, Hdt.7.92.
2 of young birds, unfledged, callow, ἄ. ὠδὶν τέκνων E.HF1039, cf. Pl.Phdr.256d.
III (ἀ-, = sm-) ἄπτερον τάχος of great speed, Trag.Adesp.429; cf. ἄπτερα· ἰσόπτερα, ταχέα, ἡδέα, Hsch. Adv. ἀπτέρως = fast, quickly Lyc.627 (ὁμοπτέρως, ταχέως, Sch.).
Spanish (DGE)
-ον
1 alado, grande ἄ. τάχος velocidad alada, Trag.Adesp.429, cf. ἰσόπτερα, ταχέα, ἡδέα, tb. αἰφνίδιος Hsch. y 1 ἄπτερος I 3.
2 adv. -ως velozmente ἀ. ... παλιμπόρευτον ἵζονται βάσιν Lyc.627, cf. Io en Phot.α 2749.
• Etimología: C. ἀ- intensiva, quizá c. mala interpretación de Homero, etc.
-ον
I 1carente de alas Πελ(ε)ιάδες (de las hijas de Atlas o «Palomas» convertidas en Pléyadas), A.Fr.312.4, epít. de la Victoria de la Acrópolis de Atenas, Paus.1.22.4, 2.30.2, AP 9.647, de pers. en op. a personajes mitológicos alados εἴθ' ἐπὶ σοὶ νῦν ἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπὶ βλεφάροις AP 5.174 (Mel.), εἰ μὲν ἱκάνεις ἄ. ἄλλος Ἔρως Nonn.D.10.199
•de pájaros jóvenes, E.HF 1039, ἀπτέροις πωτήμασι con vuelo sin alas (de las Oceánidas), A.Eu.250, fig. ὄρνις (del coro), E.IT 1095
•de insectos áptero Arist.HA 523b17, PA 642b33
•gener. Plot.3.9.16.
2 al que se le han quitado las alas κανθαρίδες Hp.Mul.2.135.
3 fig. de palabras que no vuela de ahí τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος se le cortó la voz, no pudo hablar, Od.17.57, ἄπτερος φάτις un rumor de corto vuelo, falso A.A.276 (para otros en ambos pasajes se trata de 2 ἄπτερος).
II que no tiene plumas de las Harpías, A.Eu.51, de flechas, Hdt.7.92, del alma, Pl.Phdr.256d, ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον Pl.Def.415a.
• Etimología: De ἀ- < n̥ y πτερόν q.u.
German (Pape)
[Seite 340] (πτερόν), flügellos, τὸ ἄπτερον Arist. part. an. 1, 3 (642, 24); Plut. u. A.; Hom. viermal, ἃς ἄρ' ἐφώνησεν, τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος Od. 17, 57. 19, 29. 21, 386. 22, 398, die Rede war (ward) ihr ungeflügelt, d. h. sie entflog ihr nicht, blieb ihr im Gedächtnisse, vgl. ἔπεα πτερόεντα; ἄπτερα πωτήματα Aesch. Eum. 241, Flug ohne Flügel; noch nicht flügge, Eur. Herc. fur. 1039; übertr., ἄπτερος φάτις, noch nicht begründetes Gerücht, Aesch. Ag. 267, Andere erkl. »mit Flügelschnelligkeit«. – Adv., Lycophr. 627.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non ailé ; fig. μῦθος ἄπτερος OD parole non ailée, càd qui ne peut s'envoler ni, par suite, s'oublier;
2 sans plumes.
Étymologie: ἀ, πτερόν.
English (Autenrieth)
(πτερόν): only τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, wingless to her was what he said, i. e. it did not escape her, she caught the idea, Od. 17.57, Od. 19.29, Od. 21.386, Od. 22.398.
Greek Monolingual
κ. άφτερος, -η, -ο (AM ἄπτερος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος
αρχ.
(για λόγο)
1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος
2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος
3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν στην Αθήνα χωρίς φτερά, πράγμα που συμβόλιζε την παραμονή της στην πόλη για πάντα.
Greek Monotonic
ἄπτερος: -ον (πτερόν)·
I. αυτος που δεν έχει φτερά, άφτερος· στη φράση, τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, τα λόγια προς εκείνη δεν είχαν φτερά, δηλ. δεν πέταξαν μακριά αλλά παρέμειναν, εντυπώθηκαν στην ψυχή της, σε Ομήρ. Οδ.· ἄπτερα πωτήματα, η πτήση χωρίς φτερά, δηλ. η ταχύτατη κίνηση, σε Αισχύλ.
II. 1. αυτός που στερείται φτερώματος, λέγεται για τις Άρπυιες, στον ίδ.· λέγεται για βέλη, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για νεοσσούς, κλωσσόπουλα, αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη φτέρωμα που δεν έχει βγάλει φτερά, σε Ευρ.· μεταφ., φάτις ἄπτερος, φήμη, είδηση που δεν έχει αποκτήσει φτερά, δηλ. είναι ανεπιβεβαίωτη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπτερος:
1 неокрыленный, бескрылый (ζῷα Plat., Arst.): τῇ δ᾽ ἄ. ἔπλετο μῦθος Hom. слово не пролетело мимо нее, т. е. запало ей в душу; ἀπτέροις ποτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. прилететь без крыльев;
2 неоперенный, бесперый (ὄρνις Eur.; ὀϊστός Her.);
3 неоперившийся: ἄ. ὠδὶς τέκνων Eur. неоперившиеся птенцы; ἄ. φάτις Aesch. еще не подтвердившийся слух.
Middle Liddell
πτερόν
I. without wings, unwinged, in phrase τῆι δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος the speech was to her without wings, i. e. did not fly away, sank into her heart, Od.; ἄπτερα πωτήματα wingless flight, Aesch.
II. unfeathered, of the Harpies, Aesch.; of arrows, Hdt.
2. of young birds, unfledged, callow, Eur.:—metaph., φάτις ἄπτ. an unfledged, i. e. unconfirmed, report, Aesch.