ἰχνηλασία

English (LSJ)

ἡ, (ἐλαύνω) tracking out, search, Them.Or.13.165d.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, das Spurverfolgen, Poll. 5, 11, so richtiger als ἰχνηλατία, vgl. Lob. zu Phryn. 507.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰχνηλασία) ιχνηλάτης
το έργο του ιχνηλάτη, ανίχνευση, παρακολούθηση τών ιχνών, αναζήτηση.