ἰχνηλατία
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
or ἰχνηλατεία, ἡ, = ff. ll. for -ηλασία in Poll. 5.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνηλᾰτία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολυδ. Ε΄, 11· ἀναγνωστέον ἰχνηλασία, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 507.
Greek Monolingual
ἰχνηλατία και ἰχνηλατεία, ἡ (Α)
πιθ. εσφ. ανάγνωση του ιχνηλασία.