ἰχνοσκοπία

English (LSJ)

ἡ, looking at the tracks, Plu.2.917f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.

German (Pape)

das Aufspüren, Plut. qu. Nat. 24.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.

Greek Monolingual

ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.