ἰχνοσκοπέω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
look at the track or look at the traces, ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς A.Ch. 227, cf. S.Ichn.7; ἰ. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Plu.2.399a.
German (Pape)
[Seite 1277] die Spur betrachten, ausspüren; ἐν στίβοις Aesch. Ch. 226; καὶ στιβεύειν Plut. de Pyth. orac. 10.
French (Bailly abrégé)
ἰχνοσκοπῶ :
observer ou suivre la trace.
Étymologie: ἴχνος, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπέω: искать следы, разыскивать по следу (ἰ. καὶ στιβεύειν τι Plut.; ἰ. ἐν στίβοισί τινος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπέω: παρατηρῶ, ἐξετάζω τὰ ἴχνη, ἰχνοσκοποῦσά τ’ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς Αἰσχύλ. Χο. 227· ἴχν. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Πλούτ. 2. 399Α.
Greek Monotonic
ἰχνοσκοπέω: μέλ. -ήσω, εξετάζω το αποτύπωμα, ερευνώ τα ίχνη, σε Αισχύλ.