ἰωνίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a water bird, Ar.Byz.Epit.5.5.

Greek Monolingual

ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) Ίωνες
1. (θηλ. του ιώνιος) α) ιωνική
β) (ως εθν.) Ιωνίς
η κάτοικος της Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία
2. υδρόβιο πτηνό.