ιώνιος

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

ἰώνιος, -ία, -ον, θηλ. και ἰωνίς και ἰωνιάς (Α) Ίωνες
1. ιωνικός
2. (το θηλ. ως εθν.) ἡ Ἰωνίς και Ἰωνιάς
γυναίκα ιωνικής καταγωγής ή κάτοικος της Ιωνίας
3. φρ. «ἰώνιος τρόπος» — η ιωνική διάλεκτος.