ιώνιος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

ἰώνιος, -ία, -ον, θηλ. και ἰωνίς και ἰωνιάς (Α) Ίωνες
1. ιωνικός
2. (το θηλ. ως εθν.) ἡ Ἰωνίς και Ἰωνιάς
γυναίκα ιωνικής καταγωγής ή κάτοικος της Ιωνίας
3. φρ. «ἰώνιος τρόπος» — η ιωνική διάλεκτος.