ἱαρειάδδω

German (Pape)

[Seite 1233] böot. für ἱερειάζω, = ἱερατεύω, Inscr. 1568.

Greek Monolingual

ἱαρειάδδω (Α)
ιερειάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάρεια (= ιέρεια). Παράλλ. τ. του ιεράζω].