ἱερατεύω
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
Ion. ἱερητεύω GDI5394 (later also in Northern Greece, Boeot., IG7.3097 (perhaps i B.C.); Phoc., ib.9(1).32.40 (Stiris, ii B.C.), al.; Thess., ib.9(2).333 (i A.D.), cf. SIG2588.110 (Delos, ii B.C.); Lesb. ἰρητεύω IG12(2).527.45):
A to be a priest or be a priestess, θεῶν OGI 90.51 (Rosetta, ii B.C.); Καίσαρος prob. ib.767.4 (Cyrene); τοῦ Διὸς τοῦ Σωτῆρος IG7.2727 (Acraeph., i B.C.); τᾷ Ἀθάνᾳ ib.9(1).65 (Daulis), cf. Hdn.5.6.3: abs., SIG1044.19 (Halic., iv/iii B.C.), al., LXX Ex. 28.1, Ev.Luc.1.8:—also ἱερατεύομαι, IGRom.4.539 (Cotiaeum).
II Pass., to be made holy, Zos.Alch.p.108B.
German (Pape)
[Seite 1240] Priester sein, Priesterinn sein, LXX.; τῷ θεῷ, Hdn. 5, 6, 6; τινός, Inscr.; im med. bei a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être prêtre ou prêtresse.
Étymologie: ἱεράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱτεύω: Ἰων. ἱερητεύω, (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ ἐν Βοιωτ. Ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1603· ἐν Φωκικῇ, 1725· ἐν Θεσσαλικῇ, 1775). Εἶμαι ἱερεὺς ἢ ἱέρεια, θεοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 1587, 1603, 1775· θεῷ αὐτόθι 1725, Ἡρῳδιαν. 5. 6· ἀπολ., Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 1593. 2077. κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 1 κἑξ.), Καιν. Διαθ.· ὡσαύτως ὡς ἀποθ., ἱερατεύομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 3823. 2) παρὰ Χριστ. συγγραφεῦσιν, εἶμαι ἐπίσκοπος.
English (Strong)
prolongation from ἱερεύς; to be a priest, i.e. perform his functions: execute the priest's office.
English (Thayer)
(from ἱεράομαι and the verbal adjective ἱερατος, though this adjective does not occur); to be priest, discharge the priest's office, be busied in sacred duties: Josephus, Antiquities 3,8, 1; Herodian, 5,6, 6 (3edition, Bekker); Pausanias, Heliodorus, Inscriptions (see Liddell and Scott); the Sept. for כִּהֵן.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱερατεύω, Α ιων. τ. ἱερητεύω)
είμαι ιερέας («ἱερατεύειν μοι Ἀαρών», ΠΔ)
μσν.
είμαι επίσκοπος
αρχ.
παθ. ἱερατεύομαι
γίνομαι ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατικός)].
Greek Monotonic
ἱερᾱτεύω: μέλ. -σω (ἱερεύς), είμαι ιερέας, επιτελώ το λειτούργημα του ιερέα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἱερᾱτεύω, fut. -σω ἱερεύς
to be a priest, NTest.
Chinese
原文音譯:ƒerateÚw 希誒拉跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:聖的
字義溯源:作祭司,供祭司的職份,祭司職分;源自(ἱερεύς)=祭司);而 (ἱερεύς)出自(ἱερός)*=聖的)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 祭司的職分(1) 路1:8