ιάρεια

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ἱάρεια, ἡ (Α)
ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. του ιέρεια].