ιάρεια

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ἱάρεια, ἡ (Α)
ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. του ιέρεια].