οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἱάρεια, ἡ (Α)ιέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. του ιέρεια].