ἱδρώεις
English (LSJ)
ἱδρώεσσα, ἱδρώεν, causing sweat, πόνος B.12.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρώεις: εσσα, εν, ἔχων ἱδρῶτα, προξενῶν ἱδρῶτα, πόνον.. ἱδρώεντα Βακχυλ. ΧΙΙ ΧΙΙΙ 57, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
ἱδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ιδρώτα
2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω- (του ιδρώς, -ώτος) + -εις (πρβλ. ευρώεις)].