ευρώεις

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

εὐρώεις -εσσα, -εν (Α)
1. μουχλιασμένος
2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» — στο σκοτεινό παλάτι του Άδη, Ομ. Οδ.
β. «τάφον εὐρώεντα» — υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.)
3. ευρώδης, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ευρύς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «πλατύς»].