ἱλαροτραγῳδία

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, burlesque tragedy, invented by Rhinthon, Suid. s.v. Ῥίνθων.

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, heitere Tragödie, die Rhinton erfunden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλᾰροτραγῳδία: ἡ, ἡ ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἰς τὸ κωμικὸν καταπίπτουσα τραγῳδία, ἐφεῦρε δὲ αὐτὴν πρῶτος Ρίνθων ὁ Ταραντῖνος κωμικός, Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων.

Greek Monolingual

η (Α ἱλαροτραγωδία)
1. τραγωδία που καταλήγει σε κωμικό αποτέλεσμα και έχει ως κύριο στοιχείο της τη φιλολογική παρωδία
2. κάθε σοβαροφανές γεγονός το οποίο ουσιαστικά είναι κωμικό ή έχει κωμική έκβαση.