ἱμερόγυιος

English (LSJ)

[ῑ], ον, with lovely limbs, B.12.137.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἱμερόεντα γυῖα, ἐρατινὰ μέλη τοῦ σώματος, Βακχυλ. 12, 137, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱμερόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαόγυιος, λιπόγυιος].