λιπόγυιος
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
λιπόγυιον, wanting a limb, maimed, lame, AP9.13 (Pl. Jun.).
German (Pape)
[Seite 51] der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas l'usage de ses membres.
Étymologie: λείπω, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
λῐπόγυιος: разбитый параличом или увечный (ἀνήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγυιος: -ον, ἐξ οὗ ἐλλείπει ἓν μέλος, ἠκρωτηριασμένος, χωλός, Ἀνθ. Π. 9. 13.
Greek Monolingual
λιπόγυιος, -ον (Α)
αυτός που του λείπει ένα μέλος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»)].
Greek Monotonic
λῐπόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός από τον οποίο λείπει κάποιο μέλος του σώματος, ακρωτηριασμένος, σε Ανθ.