ἱππέλαφος

English (LSJ)

ὁ, lit., horse-deer, perhaps nylghau, Portax picta, Arist.HA498b32; ἡ θήλεια ἱππέλαφος οὐκ ἔχει κέρατα ib.499b2.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, Roßhirsch, eine Gazellenart, Arist. H. A. 2, 1, 20.

Russian (Dvoretsky)

ἱππέλᾰφος:конеолень (вид лося или антилопы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππέλᾰφος: ὁ, κατὰ γράμμαἵππος ἅμα καὶ ἔλαφος, ἴσως τὸ ζῷον antilope strepsicoros (ἴδε Letronn. Journal des Sav. 1833, σ. 697), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἡ θήλεια ἱππέλαφος οὐκ ἔχει κέρατα αὐτόθι 21.

Greek Monolingual

ἱππέλαφος, ἡ (Α)
ίππος και ελάφι, πιθ. η αντιλόπη.