ἱπποσκόπος

English (LSJ)

ὁ, inspector of horses, PPetr.3pp.157,158(iii B.C.).

Greek Monolingual

ἱπποσκόπος, ὁ (Α)
πάπ. επόπτης τών ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. μετεωροσκόπος, οιωνοσκόπος].