ἴκκος

English (LSJ)

ὁ, = ἵππος, EM474.12; cf. ἵππος sub fin.

Greek Monolingual

ἴκκος, ὁ (Α)
ο ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ίππος
τα -κκ- της λ. ανάγονται πιθ. σε -kkw- (IE ρίζα ekwo- «άλογο») και αποτελούν εκφραστικό αναδιπλασιασμό, ο οποίος εμπόδισε τη μετατροπή τοὑ χειλοϋπερωικού kw σε -π- (βλ. και λ. ίππος)].