ἴσφνιον

English (LSJ)

τό, prob. f.l. for ἴσθμιον, neck of a jar, E.Fr.656: prov., χαλεπὸς βίος ἴσφνι' ἄγοντος, expld. of a potter's life, cod.Par. ap. Nauck l.c., nisi leg. Ἴσθμι' (cf. ἰσθμιάζω).

Greek Monolingual

ἴσφνιον, τὸ (Α)
(πιθ. εσφ. γρφ. του ίσθμιον) λαιμός, τράχηλος αγγείου.