ὀδμαλέος
English (LSJ)
α, ον, strong-smelling, stinking, Hp.Morb.4.56.
German (Pape)
[Seite 293] stark riechend, stinkend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδμᾰλέος: -α, -ον, δυσώδης, Ἱππ. 514. 17, κτλ.
Greek Monolingual
ὀδμαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναδίδει δυνατή, κυρίως κακή, μυρωδιά, δυσώδης, κάκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. της λ. ὀσμή + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψαλέος)].