ὀδοντομάχης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, fighting with the tusks, σύες Eust.854.11.

German (Pape)

[Seite 293] ὁ, der mit den Zähnen Kämpfende, κάπρος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν ὀδόντων μαχόμενος, ὕες Εὐστ. 854. 11.

Greek Monolingual

ὀδοντομάχης, ὁ (Μ)
αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριομάχης, κεραυνομάχης].