ὀδοντοξέστης

English (LSJ)

ὀδοντοξέστου, ὁ, instrument for cleaning the teeth, Poll.2.96.

German (Pape)

[Seite 293] ὁ, der Zahnglätter, ein Werkzeug der Aerzte, Poll. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοξέστης: ὁ, ἐργαλεῖον ἰατρῶν πρὸς ξέσιν καὶ καθαρισμὸν τῶν ὀδόντων, Πολύδ. Β΄, 96, πρβλ. ὀδοντογλυφίς.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδοντοξέστης)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω»), πρβλ. επιξέστης.