ὀκριάομαι
English (LSJ)
Pass., (ὄκρις) to be made rough or jagged: metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.
Greek Monotonic
ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὀκριάομαι, ὄκρις
Pass. to be made rough or jagged: metaph. to be exasperated, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od.