ὀκτάδραχμος

English (LSJ)

ὀκτάδραχμον,
A octadrachm, worth eight drachmae, Epigr. ap. Dioph.5.30.
2 privileged to pay only eight drachmae as poll-tax, Sammelb. 7440.6,32 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 317] acht Drachmen wert, schwer, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pèse huit drachmes;
2 qui vaut huit drachmes.
Étymologie: ὀκτώ, δραχμή.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάδραχμος: весом или стоимостью в восемь драхм, восьмидрахмовый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάδραχμος: -ον, ὁ ἔχων βάρος ἢ ἀξίαν ὀκτὼ δραχμῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 19.

Greek Monolingual

ὀκτάδραχμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές
2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο
3. το θηλ. ως ουσ.ὀκτάδραχμος
φόρος οκτώ δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. επτά-δραχμος].

Greek Monotonic

ὀκτάδραχμος: -ον (δραχμή), αυτός που ζυγίζει ή αξίζει οκτώ δραχμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀκτά-δραχμος, ον, δραχμή
weighing or worth eight drachmae, Anth.