ὀκτάρουρος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, tenant of eight ἄρουραι, PFlor.18.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, -ον (Α)
ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκάρουρος)].