δεκάρουρος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of ten arurae, PTeb.5.44(ii B.C.), PLond.3.604B244 (i A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
poseedor de diez aruras de tierra, ref. a clerucos μάχιμοι COrd.Ptol.53.44 (II a.C.), φυλακίτης SB 11966.11, PErasm.1.6, PHeid.382.5 (todos II a.C.), cf. PLond.604B.244 (I d.C.), Stud.Pal.17.385 (p.24) (III d.C.).
Greek Monolingual
δεκάρουρος, -ον (Α)
(για έκταση) αυτός που έχει έκταση δέκα αρουρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άρουρα «γη, χωράφι»].