ὀλβιστήρ

English (LSJ)

ὀλβιστῆρος, ὁ, one who makes prosperous, Dioscorus in PLit.Lond.981i7 (pl.).

Greek Monolingual

ὀλβιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομιστήρ)].