κομιστήρ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
κομιστῆρος, ὁ, = κομιστής (one who takes care of, bearer, bringer, conductor) II, E. Hec. 222, Plu. Per. 12.
German (Pape)
[Seite 1478] ῆρος, ὁ, = Folgdm.; πομποὺς καὶ κομιστῆρας κόρης Eur. Hec. 222, wie Plut. Pericl. 12.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui accompagne, qui conduit, qui porte en terre.
Étymologie: κομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομιστήρ -ῆρος [κομίζω] brenger, begeleider.
Russian (Dvoretsky)
κομιστήρ: ῆρος ὁ проводник, провожатый (πομπὸς καὶ κ. τινος Eur., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κομιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἑκ. 222, Πλουτ. Περικλ. 12.
Greek Monolingual
κομιστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) κομίζω
αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός.
Greek Monotonic
κομιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ., Πλούτ.