ὀλιγήριος

English (LSJ)

ον, = ὀλιγήρης, ὀ. σῆμα a small tombstone, AP 7.656 (Leon.); or perh. compd. of ὀλίγος, ἠρίον.

German (Pape)

[Seite 320] = ὀλίγος; σῆμα, ein kleines Grabmal, Leon. Tar. 83 (VII, 656), wo nicht an eine Zusammensetzung mit ἠρίον zu denken ist.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγήριος: небольшой, маленький (σῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, ὀλ. σῆμα, μικρὸς τάφος, μικρὰ πλὰξ τάφου, Ἀνθ. Π. 7. 656· - ἔνθα ἕταιροι ἐκλαμβάνουσι τὸ ὀλιγήριον ὡς οὐσιαστ. σύνθετον ἐκ τοῦ ὀλίγος, ἠρίον· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 281.

Greek Monolingual

ὀλιγήριος, -ον (Α) ολιγήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ως επίθ. στη λ. σῆμα «τάφος» και γι' αυτό θεωρείται σύνθ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἠρίον «τάφος, τύμβος»].

Greek Monotonic

ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀλῐγήριος, ον, = ὀλίγος, Anth.]