ολιγήρης

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

ὀλιγήρης, -ῆρες (Α)
λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. λευκήρης, μεσήρης)].