ἠρίον

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρίον Medium diacritics: ἠρίον Low diacritics: ηρίον Capitals: ΗΡΙΟΝ
Transliteration A: ēríon Transliteration B: ērion Transliteration C: irion Beta Code: h)ri/on

English (LSJ)

τό, mound, barrow, tomb, ἔνθ' ἄρ' Ἀχιλλεὺς φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἠ. Il.23.126, cf. SIG11 (Delph.), IG12(1).168 (Rhodes), A.R.1.1165, etc.; ἠρία νεκύων, Κορύθοιο, Theoc.2.13, Nic.Fr.108; εἵσατο βωμόν... ἠ. ὄφρα γένοιτο Epigr.Gr.411 (Patara); κατὰ χθονὸς ἠρία τεῦχον AP7.180 (Apollonid.), cf.Epigr.Gr.214.1 (Rhenea); in Prose, Arist.Ath.55.3, D.57.67, prob. in Din.2.17, cf. Lycurg.109, Plu.TG9, etc.: metaph., ἠρία τῶν ψυχῶν τὰς βίβλους Them.Or.4.59d. (Derived from ἔρα by Harp., etc.: ϝηρίον prob. in Hom.)

German (Pape)

[Seite 1176] τό (ἔρα, s. E. M, nach Schol. Theocr. 2, 13 παρὰ τὸ ἐνηρίσθαι τῇ γῇ, VLL. erkl. μνημεῖον oder τὸ ἐν τῇ γῇ μνῆμα), Erdhügel, bes. Grabhügel, Il. 23, 126; κενόν Diod. 10 (VII, 74); öfter in der Anth. Seltener in Prosa, οἷς ἠρία ταὐτά Dem. 57, 67, wo es eine feierliche Formel zur Bezeichnung der Verwandtschaft scheint; πατέρων ἠρία Plut. Them. 9; Luc. Deor. concil. 15; vgl. noch Harpocr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tertre ; tombeau.
Étymologie: ἔρα.

Russian (Dvoretsky)

ἠρίον: τό
1 холм, могильный курган (φράζεσθαι Πατρόκλῳ ἠ. Hom.; ἠ. προγονικόν Plut.; ἠρία καὶ θῆκαι Luc.);
2 могила (κατὰ χθονὸς ἠρία τεῦξαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠρίον: τό, τάφος, τύμβος, μνημεῖον, ἔνθ’ ἄρ’ Ἀχιλλεὺς φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον Ἰλ. Ψ. 126· ἠρία νεκύων, Ἀΐδαο Θεόκρ. 2. 13, Νικ. Ἀποσπ. 21· εἵσατο βωμόν..., ἠρίον ὄφρα γένοιτο Συλλ. Ἐπιγρ. 4284· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 214. 1., 574 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, Δημ. 1319. 27, Δείναρχ. 107. 16 (οὕτως ὁ Vales. ἀντὶ ἱερά), Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ. Πλούτ., κτλ. - Πρβλ. Νäke Opusc. σ. 176. (Κατὰ τὸν Ἁρπ. καὶ ἑτέρους ἐκ τοῦ ἔρα, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 180 ἔχομεν κατὰ χθονὸς ἠρία τεῦχον· ἀλλ’ ὅτι ἦτο χῶμα ὑψωμένον φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1165, Καλλ. Ἀποσπ. 251, κτλ. - Ἔχει δὲ παρ’ Ὁμ. τὸ δίγαμμα).

Greek Monolingual

ἠρίον, το (Α)
τάφος, τύμβος, μνημείο («ἔνθ' ἄρ' Άχιλλευς φράσσοιτο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρός + -ιον (πρβλ. κηρίον < κηρός). Η συσχέτιση της λ. από τους αρχαίους με τη λ. έρα «γη» δεν είναι δυνατή, διότι στη φράση της Ιλιάδος μέγα ηρίον απαιτείται αρχικό F- (Fηρίον). Έτσι, λοιπόν, η λ. ανάγεται σε ΙE wer- «καλύπτω-προφυλάσσω» και συνδέεται με αρχ. νορβ. vor, ver «λόφος, σωρός από πέτρες ή άμμο» και πιθ. με γοτθ. warjan (γερμ. wehren) «προστατεύω, υπερασπίζομαι»].

Greek Monotonic

ἠρίον: τό, τάφος, τύμβος, μνημείο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mound, barrow (Ψ 126).
Compounds: Als 1. member in ἠρι-εργής τυμβώρυχος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Kretschmer Mélanges van Ginneken 207ff. here also the river name Ήριδανός: orig. name of a small river in Attica, then through mixing with `Ροδανός applied to this and the Po (on the formation Schwyzer 530); diff. Pokorny Mélanges Boisacq 2, 193ff.: Ήριδανός from Rhodanos through Iber. *Errodanos with adaptation to the Attic river name (improbable; diff. on Ήριδανός Alessio Studi etr. 18, 150, Belardi Doxa 3, 205). Formation as κηρίον (: κηρός), μηρία (: μηρός) a. o. (Chantraine Formation 59). By the ancients connected with ἔρα earth (cf. Schwyzer 424, where unclear πολύηρος πολυάρουρος, πλούσιος H. is recalled), but after Ψ 126 μέγα ἠρίον rather to be reconstructed as *Ϝηρίον. Often derived from a root u̯er- cover (WP. 1, 280ff.), referring to Germanic words, e. g. OWNo. vǫr f. (IE *u̯orā) a. o. hill or bank of stones or gravel, OWNo. ver n. (IE *u̯oriom) dam, which depend first from a verb for avert, Goth. warjan etc. hang from. - (Not to Skt. vr̥ṇóti which rather belongs to εἰλύω; s. v.)

Middle Liddell

ἠρίον, ου, τό,
a mound, barrow, tomb, Il., Theocr. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἠρίον: {ēríon}
Grammar: n.
Meaning: Erdhügel, Grabhügel (seit Ψ 126).
Composita : Als Vorderglied in ἠριεργής· τυμβώρυχος H.
Derivative: Nach Kretschmer Mélanges van Ginneken 207ff. hierher auch der Flußname Ἠριδανός: urspr. N. eines Flüßchens in Attika, dann durch Vermischung mit Ῥοδανός auf diesen und den Po übertragen (zur Bildung Schwyzer 530); abweichend Pokorny Mélanges Boisacq 2, 193ff.: Ἠριδανός aus Rhodanos über iber. *Errodanos mit Angleichung an den attischen Flußnamen; ganz anders über Ἠριδανός Alessio Studi etr. 18, 150, Belardi Doxa 3, 205.
Etymology : Bildung wie κηρίον (: κηρός), μηρία (: μηρός) u. a. (Chantraine Formation 59). Von den Alten zu ἔρα Erde gezogen (vgl. Schwyzer 424, wo an das unklare πολύηρος· πολυάρουρος, πλούσιος H. erinnert wird), aber nach Ψ 126 μέγα ἠρίον zu schließen eher als *ϝηρίον anzusetzen. Gewöhnlich aus der allumspannenden Wurzel u̯er- verschließen, bedecken (WP. 1, 280ff.) hergeleitet, wobei besonders auf einige germanische Wörter hingewiesen wird, z. B. awno. vǫr f. (idg. *u̯orā) u. a. Hügel oder Bank von Steinen oder Kies, awno. ver n. (idg. *u̯oriom) Damm, Fischwehr, die zunächst vom Verb für ‘wehren’, got. warjan usw. abhängen. — Aind. vr̥ṇóti im Sinn von verhüllen, bedecken gehört vielmehr zu εἰλύω; s. d.
Page 1,643-644

Translations

tomb

Albanian: varr; Arabic: قَبْر‎, ضَرِيح‎; Egyptian Arabic: تربة‎; Moroccan Arabic: قبر‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ‎; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ‎; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار‎, آرامگاه‎,قبر‎; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر‎; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel