ὀλιγαρχέω
English (LSJ)
to be a member of an oligarchy, οἱ -οῦντες Arist.Pol. 1300a8:—Pass., to be governed by the few, be under an oligarchy, Th. 5.31, 8.63,76, Pl.R. 552b, al.
French (Bailly abrégé)
ὀλιγαρχῶ :
être membre d'une oligarchie ; Pass. être gouverné par une oligarchie.
Étymologie: ὀλιγάρχης.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγαρχέω: быть олигархом: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις Plat. и πολιτεία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρχέω: εἶμαι μέλος ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ὀλῐγαρχέω: μέλ. -ήσω, είμαι μέλος μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή μερίδα ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό πολίτευμα, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀλῐγαρχέω, fut. -ήσω
to be member of an oligarchy, Arist.:—Pass. to be governed by the few, be under an oligarchy, Thuc., Plat. [from ὀλῐγάρχης]
Lexicon Thucydideum
paucorum imperio uti, to be under the rule of a few, 5.31.6, 8.63.3, 8.63.38.76.1, 8.91.3.