ὀλιγιστάκις

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. most seldom, opp. πλειστάκις, prob. in Gal.18(1).649.

Greek Monolingual

ὀλιγιστάκις (Α)
επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστάκις)].