πλειστάκις

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστᾰ́κις Medium diacritics: πλειστάκις Low diacritics: πλειστάκις Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΚΙΣ
Transliteration A: pleistákis Transliteration B: pleistakis Transliteration C: pleistakis Beta Code: pleista/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (πλεῖστος) mostly, very often, Hp.Art.51, Arist.EN1153b34, LXX Ec.7.23(22), etc.; ὅτι π. X.Oec.16.14; ὡς π. Hp.Art.67, Antipho 5.86, Pl.R. 459d, etc.—A form πλειστάκι PRyl. 130.12 (i A.D.), EM169.31, Eust.122.7.

German (Pape)

[Seite 628] u. πλειστάκι, adv., das meiste Mal, meistens, πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Plat. Phil. 40 d; ὅτι πλ., Xen. oec. 16, 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
le plus grand nombre de fois ; ὡς πλειστάκις PLAT, ὅτι πλειστάκις XÉN le plus souvent possible.
Étymologie: πλεῖστος, -ακις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστάκις [πλεῖστος] adv., zeer vaak, meestal.

Russian (Dvoretsky)

πλειστάκις: (ᾰ) adv. чаще всего, большей частью: ὡς π. Plat. и ὅτι π. Xen. как можно чаще.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ. (πλεῖστος) ὡς καὶ νῦν, συχνάκις, πολλάκις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818, Ἀντιφῶν 139. 34, κτλ.· ὅτι πλ. Ξεν. Οἰκ. 16. 14, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 14, 6· ὡς πλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, Πλάτ. Πολ. 459D, κτλ. ― Ὁ τύπος πλειστάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 169. 31, Εὐστ. 122. 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ
επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλεονάκις)].

Greek Monotonic

πλειστάκις: [ᾰ], επίρρ. (πλεῖστος), συνήθως, πιο συχνά, πολύ συχνά, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

πλεῖστος
mostly, most often, very often, Xen., etc.

English (Woodhouse)

oftenest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)