ὀλιγόχρονος

English (LSJ)

ὀλιγόχρονον, = ὀλιγοχρόνιος, M.Ant.5.10 codd. (-χρόνια Casaubon).

German (Pape)

[Seite 322] = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόχρονος: -ον, = ὀλιγοχρόνιος, Μ. Ἀντων. 5. 10· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτέον Τριφ-) 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόχρονος, -ον)
βλ. λιγόχρονος.