ὀλοεργής

English (LSJ)

ὀλοεργές, ruinous, destructive, Man.6.722.

German (Pape)

[Seite 325] ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοεργής: -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, λίαν καταστρεπτικός, ὀλέθριος.

Greek Monolingual

ὀλοεργής, -ές (Α)
καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργής (< ἔργον)].