ὀνήμενος

English (LSJ)

ὄνησα, ὀνήσει, v. ὀνίνημι.

French (Bailly abrégé)

v. ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

see ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.