μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
ὀνήσει, v. ὀνίνημι.
ao. poét. de ὀνίνημι.
see ὀνίνημι.
ὄνησα: эп. aor. к ὀνίνημι.