ὀνήϊστος
English (LSJ)
Ionic Sup. of ὄνειος².
German (Pape)
[Seite 346] der nützlichste, tüchtigste; Anaxag. bei Simpl. zu Arist. phys. p. 32; Pythag. bei D. L. 8, 49; ὀνήϊστον πονέεσθε, strengt euch recht tüchtig an, Ap. Rh. 2, 335; ὕδρωπος ὀνήϊστα, die wirksamsten Mittel gegen die Wassersucht, Aret.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. *ὄνειος².
Greek Monolingual
ὀνήϊστος, -ίστη -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. πολύ ωφέλιμος
2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῦμαι» — καταβάλλω κάθε προσπάθεια
β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» — η πιο αποτελεσματική θεραπεία της υδρωπικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)].
Russian (Dvoretsky)
ὀνήϊστος: superl. к ὀνήϊος.