ὀνειρήεις

English (LSJ)

ὀνειρήεσσα, ὀνειρήεν, = ὀνείρειος (dreamy, of dreams), Orph. H. 86.14.

German (Pape)

[Seite 346] εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειρήεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14.

Greek Monolingual

ὀνειρήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. πευκήεις)].