ὀνοματοποίησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, the coining of a name or coining of a word, Suid. s.v. Ναύσων.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, das Wortbilden, Namengeben, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποίησις: ἡ, ὁ σχηματισμός, ἡ ποίησις λέξεως, μάλιστα κατὰ μίμησιν φυσικοῦ ἤχου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ναύσων.