ὀνόρυγχος

English (LSJ)

ἡ, a plant, bunilla, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 350] ἡ, Eselsschnauze, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόρυγχος: ἡ, φυτόν τι, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)
είδος άγριου ακανθώδους φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.