ὀξέα

English (LSJ)

ὀξέϊνος, v. ὀξύα, ὀξύϊνος.

German (Pape)

[Seite 351] ἡ = ὀξύα, Sp., s. B. A. 55, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξέα: ὀξέϊνος, ἴδε ὀξύα, ὀξύϊνος.

Greek Monolingual

ὀξέα, ἡ (Α)
βλ. οξύα.

Greek Monotonic

ὀξέα: θηλ. του ὀξύς· ὀξέσι, δοτ. πληθ.