ὀξέϊνος, v. ὀξύα, ὀξύϊνος.
[Seite 351] ἡ = ὀξύα, Sp., s. B. A. 55, 32.
ὀξέα: ὀξέϊνος, ἴδε ὀξύα, ὀξύϊνος.
ὀξέα, ἡ (Α)βλ. οξύα.
ὀξέα: θηλ. του ὀξύς· ὀξέσι, δοτ. πληθ.