ὀξυκέρατος

English (LSJ)

ὀξυκέρατον, = ὀξύκερως (with pointed horns), Sch. rec. A. Pr. 424, Hsch. s.v. ὀξύπρῳροι.

German (Pape)

[Seite 352] spitzhornig, mit spitzen Hörnern, Schol. Aesch. Prom. 424.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκέρατος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 424, Φώτ.

Greek Monolingual

ὀξυκέρατος, -ον (Α)
οξύκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, -ατος (πρβλ. ορθοκέρατος)].