ὀξυωπίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who sees sharply, Poll.2.51.

German (Pape)

[Seite 355] ὁ, der scharf Sehende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυωπίας: -ου, ὁ, ὁ ὀξέως ὁρῶν, ὀξυδερκής, Πολυδ. Β΄, 51.

Greek Monolingual

ὀξυωπίας, -ου, ὁ (Α)
αυτός που έχει δυνατή όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. -ίας (πρβλ. μυωπίας)].