ὀξόβαφον

English (LSJ)

ὀξό-γαρον, v. ὀξύβαφον, ὀξύγαρον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξόβαφον: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ὀξύβαφον.

Greek Monolingual

ὀξόβαφον, τὸ (Α)
βλ. οξύβαφον.