ὀξύπικρον, keen, smarting, Hsch. s.v. ὀξυπευκές; = acidus, Glossaria.
[Seite 353] scharfbitter, VLL.
ὀξύπικρος: -ον, ὀξὺς καὶ πικρός, δριμύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀξυπευκές.
-η, -ο (Α ὀξύπικρος, -ον)ξινός και πικρός μαζί, ξινόπικρος.